- λίκι
- και λίγκι, τὸ (Μ λίγκιον)ο μίσχος, ο ποδίσκος, κν. κοτσάνι τού σταφυλιού, κυρίως τής σταφίδας, αλλά και τού αχλαδιού κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑλίκιον, υποκορ. τού ἕλιξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
Λίκι, Λούις — (Louis Seymour Bazett Leakey, Κένυα 1903 – 1972). Βρετανός ανθρωπολόγος και αρχαιολόγος. Γεννήθηκε στην Κένυα, από Βρετανούς γονείς, εξερευνητές και μελετητές της φυλής Κικούγιου. Σε ηλικία 13 ετών χρίστηκε μέλος της φυλής Κικούγιου. Ξεκίνησε… … Dictionary of Greek
ραχατ(ι)λίκι — το, Ν ο τρόπος ζωής τού ραχατλή, τεμπελιά, χουζούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λίκι (< τουρκ. κατάλ. lik), πρβλ. θεριακ λίκι] … Dictionary of Greek
καραγκιοζ(ι)λίκι — το χοντροειδής αστεϊσμός, ανόητη και γελοία πράξη: Τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακατ(ι)λίκι — το αναπηρία: Η αρρώστια αυτή του άφησε σακατιλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζαμ(ι)λίκι — το ιού (λ. τουρκ.), τζαμαρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχαγιαλίκι — το η ιδιότητα και το αξίωμα τού κεχαγιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχαγιάς + κατάλ. λίκι (πρβλ. καπετανι λίκι, υπουργι λίκι)] … Dictionary of Greek
μπινελίκι — το 1. η συμπεριφορά και το πάθος τού μπινέ 2. συνεκδ. οποιοδήποτε έντονο πάθος 3. στον πληθ. τα μπινελίκια α) εδέσματα που αρέσουν στους μπινέδες, ιδίως τα γλυκίσματα, τα ζαχαρωτά β) βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπινές + κατάλ. λίκι (πρβλ. καλαμπα λίκι … Dictionary of Greek
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek
μουσαφιρλίκι — το 1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία 2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκια οι επισκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. λίκι* (πρβλ. θεριακ λίκι)] … Dictionary of Greek